Δ. ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΡΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΚΟΙ ΛΑΟΙ
17. Οι γείτονες των Βυζαντινών
- Έκαναν επιδρομές, (φόβος και ανασφάλεια)
- Λεηλατούσαν και κατέστρεφαν τις καλλιέργειες, (έλλειψη τροφίμων)
- Καταλάμβαναν τις ακρινές επαρχίες της αυτοκρατορίας (έχανε εδάφη η αυτοκρατορία)και αιχμαλώτιζαν τους κατοίκους τους (μείωση πληθυσμού)
- Έκλειναν τα στενά περάσματα των δρόμων της στεριάς και της θάλασσας (διακοπή του ανεφοδιασμού με σιτάρι, πρώτες ύλες και άλλα αγαθά)
- με μέσα πολεμικά (μάχες, στρατός σε ετοιμότητα)
- με μέσα διπλωματικά (γάμοι με βυζαντινές πριγκίπισσες, εκχριστιανισμός με ιεραποστολικές αποστολές , πρεσβευτές)
- με μέσα οικονομικά (χρήματα για σύναψη συμφωνιών ειρήνης)
- με μέσα οχυρωματικά (τείχη, παρατηρητήρια, τάφροι)
18. Πέρσες και Άβαροι συμμαχούν εναντίον του Βυζαντίου
19. Οι Βυζαντινοί και οι Άραβες
20. Η φύλαξη των ανατολικών συνόρων
και οι Ακρίτες
Κωστή Παλαμά, [Ο Διγενής και ο Χάροντας]
Καβάλα πάει ο Χάροντας
το Διγενή στον Άδη,
κι άλλους μαζί... Κλαίει, δέρνεται
τ' ανθρώπινο κοπάδι.
Και τους κρατεί στου αλόγου του
δεμένους τα καπούλια,
της λεβεντιάς τον άνεμο,
της ομορφιάς την πούλια.
Και σα να μην τον πάτησε
του Χάρου το ποδάρι,
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα
κοιτάει τον καβαλάρη!
18.
— Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα,
δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ' άγγιξες και δε μ' ένιωσες
στα μαρμαρένια αλώνια;
Είμ' εγώ η ακατάλυτη
ψυχή των Σαλαμίνων.
Στην Εφτάλοφην έφερα
το σπαθί των Ελλήνων.
Δε χάνομαι στα Τάρταρα,
μονάχα ξαποσταίνω.
Στη ζωή ξαναφαίνομαι
και λαούς ανασταίνω! —
[πηγή: Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τόμ. Α΄, εκδ. Μπίρης, Αθήνα, χ.χ., σ. 352-353]
Η ζωή του Διγενή Ακρίτα είναι ένα τραγούδι λεβεντιάς και ανδρείας. Βασίλης Διγενής Ακρίτας ήταν το πραγματικό του όνομα. Στα 1875 ο ιστορικός Σάθας δημοσίευσε ένα μεσαιωνικό έπος, του 1200 ίσως, με τη ζωή και τα κατορθώματα του Διγενή.
Ο παππούς του Διγενή ήταν ο Ανδρόνικος Δούκας, που είχε πέντε γιους και μια μονάκριβη θυγατέρα, την Ειρήνη. Επειδή όμως φοβόταν μήπως του την κλέψουν την είχε πάντα κλειδωμένη στο κάστρο. Μια μέρα που η κόρη βγήκε από το κάστρο, την άρπαξε ο εμίρης της Συρίας Μουσούρ. Τα πέντε αδέρφια της Ειρήνης τον κυνήγησαν και αυτός για να την παντρευτεί έγινε χριστιανός. Από τον εμίρη και την Ειρήνη γεννήθηκε ο Βασίλης, ο Ακρίτας, που λεγόταν Διγενής, γιατί ήταν από δυό γενιές, από πατέρα Σαρακηνό και από μάνα Ελληνίδα.
Τόσο παλικάρι ήταν ο Διγενής, που στο τέλος πολεμάει με τον ίδιο τον Χάρο σε μαρμαρένιο αλώνι, όπως μας λέει το τραγούδι, αλλά ο λεβέντης νικιέται στο τέλος και πεθαίνει. Τα 300 παλικάρια του, οι ανδρειωμένοι του, οι άγουροι όπως τους λέει το τραγούδι, τον παραστέκουν μαζί με την αγαπημένη του γυναίκα την Ευδοκία.
Τον Διγενή Ακρίτα, τον ήρωα του μεσαιωνικού Ελληνισμού, που έζησε στον 10ον αιώνα κοντά στις χώρες του Ευφράτη, τον κλαίνε με λεβέντικα τραγούδια σαν κι αυτό:
Ο θάνατος του Διγενή
Δημοτικό
Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τονε τρομάσσει.
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σείετ’ ο απάνω κόσμος,
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κι η πλάκα τον ανατριχιά, πώς θα τονε σκεπάσει,
πώς θα σκεπάσει τον αϊτό, τση γης τον αντρειωμένο.
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπηλιό δεν τον εχώρει,
τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα,
χαράκι’ αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε.
Στο βίτσιμα ‘πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια,
στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ’ αγρίμια.
Ζηλεύει ο Χάρος, με χωσιά μακρά τονε βιγλίζει,
κι ελάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του πήρε.
Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνει.
Πιάνει καλεί τους φίλους του κι όλους τους αντρειωμένους.
Να ‘ρθει ο Μηνάς κι ο Μαυραϊλής, να ‘ρθει κι ο γιος του Δράκου,
να ‘ρθει κι ο Τρεμαντάχειλος, που τρέμει η γη κι ο κόσμος.
Κι επήγαν και τον ήβρανε στον κάμπο ξαπλωμένο.
Βογκάει, τρέμουν τα βουνά, βογκάει, τρέμουν οι κάμποι.
“Σαν τι να σ’ ήβρε, Διγενή, και θέλεις να πεθάνεις;”
“Φίλοι, καλώς ορίσατε, φίλοι κι αγαπημένοι,
συχάσατε, καθίσατε, κι εγώ σας αφηγιέμαι.
Της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια,
που εκεί συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
παρά πενήντα κι εκατό, και πάλε φόβον έχουν,
κι εγώ μονάχος πέρασα, πεζός κι αρματωμένος,
με τετραπίθαμο σπαθί, με τρεις οργιές κοντάρι.
Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια,
νυχτιές χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιές χωρίς φεγγάρι.
Και τόσα χρόνια που ‘ζησα δω στον απάνω κόσμο,
κανέναν δεν φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.
Τώρα είδα έναν ξιπόλητο και λαμπροφορεμένο,
που ‘χει του ρίσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια,
με κράζει να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια,
κι όποιος νικήσει από τους δυο να παίρνει την ψυχή του”.
Κι επήγαν και παλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια,
κι όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,
κι όθε χτυπάει ο Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.
Λίγες ώρες μετά τον θάνατο του Ακρίτα, πέθανε και η γυναίκα του Ευδοκία γιατί δεν μπόρεσε να βαστάξει τον πόνο της. Ο διγενής Ακρίτας δεν είναι μόνο ένας ήρωας. είναι ο αντρειωμένος, ο υπερφυσικός άνθρωπος που μπροστά του δεν μπορεί τίποτα ν' αντισταθεί.
Ο Διγενής Ακρίτας είναι το ίδιο το Βυζαντινό κράτος, είναι το ακατάλυτο πνεύμα των Ελλήνων, που κανένας βάρβαρος δεν μπορεί να το πνίξει.