Οι σχέσεις μας με τους άλλους
Η Δεσποινίς ... Τρέξε, αν θέλεις να σωθείς!
Η Δεσποινίς... Τρέξε, αν θέλεις να σωθείς είναι πολύ ζωηρή. Όλοι έχουν βρει τον μπελά τους μαζί της και πιο πολύ απ' όλους ο... λύκος. Νομίζει ότι τα παιχνίδια της είναι αστεία, δυστυχώς όμως όχι για τους άλλους!
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που στην πονηριά δεν είχε ταίρι!
Όλη την ώρα πείραζε τους άλλους και τους σκάρωνε χίλια δυο!
Ήταν, με άλλα λόγια, τέτοιο ζιζάνιο που την φώναζε ο καθείς " Η Δεσποινίς... Τρέξε, αν θέλεις να σωθείς"
Και μπουμ!! Ποτέ δε κουραζόταν!
Αλλά από καιρό κανένας δε γελούσε με τις σκανταλιές της!
Έτσι, εκείνο το πρωί, η μητέρα της αποκαμωμένη της είπε:
"Σταμάτα! Φτάνει πια, με έχεις τρελάνει!
Εμπρός, Θα σε στείλω στη γιαγιά σου.
Πήγαινέ της αυτή την πίτα και το βάζο με το βούτυρο!"
Και ζουμ σαν το σίφουνα έφυγε! Όλοι τρέχουν να σωθούν!
Και χοπ! Να την κιόλας στο σπίτι της γιαγιά της.
Τοκ! Τοκ!
«Γιαγιάκααααααα…»
Μέσα στο σπίτι της γιαγιάς, όμως, δεν ήταν κανείς!
«Γιαγιά, γιαγιά!» Πουθενά η γιαγιά.
Το φαγητό στο τσουκάλι μοσχομύριζε, αλλά η γιαγιά ήταν άφαντη.
«Γιαγιάκα, γιαγιούλα! Εγώ είμαι! Μη φοβάσαι».
"Γιαγιάκα, γιαγιούλα! Πού είσαι;"
« Δεν είναι εδώ… Παράξενο… Μμμ… Ευκαιρία να στρώσω όμορφα το κρεβάτι της», μονολογεί ξαφνικά η Δεσποινίς Τρέξε, αν Θέλεις να σωθείς.
«Χι, χι! Θα γελάσουμε για τα καλά».
«Α! Γιαγιάκα, τι κάνεις εκεί; Γιατί δε μου απαντούσες τόση ώρα;
Άρρωστη είσαι;»
« Έχεις πονόδοντο, γιαγιά; Καημενούλα. Για να δω… Ωχ!
Τι μεγάλα δόντια που έχεις;»
« Και η γλώσσα σου… Έχεις δει πόσο μεγάλη είναι η γλώσσα σου…Έχεις δει πόσο άσπρη είναι;»
«Και τα μάτια σου… Έχεις δει τα μάτια σου, γιαγιάκα; Ποπό, πόσο μεγάλα και κίτρινα είναι! Κατάπιες το φαγητό σου, χωρίς να το μασήσεις; Σου πονάει η κοιλίτσα;»
«Α, για να σου πω, κυρ-λύκε, νομίζεις ότι δεν μπορώ να ξεχωρίσω τη γιαγιά μου από ένα λύκο; Εμπρός, ουστ! Έξω από δω!»
«Ουστ, δρόμο! Έξω! Κουνήσου γρήγορα! Θέλεις να θυμώσω για τα καλά, λύκε; Τι με πέρασες; Για καμιά χαζή σαν την Κοκκινοσκουφίτσα;"
«Σταμάτα ευλογημένη!» λέει η γιαγιά. «Άφησέ το, ένα ταλαιπωρημένο αγρίμι είναι που μάζεψα μέσα στο χιόνι, έτοιμο να ψοφήσει από την παγωνιά και την πείνα».
"Εμπρός, ελάτε να φάμε τώρα. Το φαγητό είναι στο τραπέζι".
"Όχι, όχι, γιαγιάκα, πρέπει να φύγω, έχω ένα σωρό δουλειές να κάνω", απαντά η εγγονή της και της δίνει ένα φιλί.
"Φιληθείτε τουλάχιστον" λέει η γιαγιά.
"Όχι, όχι, γιαγιά. Δεν προλαβαίνω".
«Δηλαδή έφυγε;» ρωτά ο λύκος.
«Ναι!» απαντά η γιαγιά.
«Δηλαδή, δεν θα ξανάρθει;» ξαναλέει ο λύκος.
«Όχι, δεν θα έρθει! Άλλωστε είμαστε στο τέλος της ιστορίας!» λέει η γιαγιά.
«Ουφ, ευτυχώς» αναστενάζει ο λύκος!
Η Δεσποινίς ... Τρέξε, αν θέλεις να σωθείς!
Η Δεσποινίς... Τρέξε, αν θέλεις να σωθείς είναι πολύ ζωηρή. Όλοι έχουν βρει τον μπελά τους μαζί της και πιο πολύ απ' όλους ο... λύκος. Νομίζει ότι τα παιχνίδια της είναι αστεία, δυστυχώς όμως όχι για τους άλλους!
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που στην πονηριά δεν είχε ταίρι!
Όλη την ώρα πείραζε τους άλλους και τους σκάρωνε χίλια δυο!
Ήταν, με άλλα λόγια, τέτοιο ζιζάνιο που την φώναζε ο καθείς " Η Δεσποινίς... Τρέξε, αν θέλεις να σωθείς"
Και μπουμ!! Ποτέ δε κουραζόταν!
Αλλά από καιρό κανένας δε γελούσε με τις σκανταλιές της!
Έτσι, εκείνο το πρωί, η μητέρα της αποκαμωμένη της είπε:
"Σταμάτα! Φτάνει πια, με έχεις τρελάνει!
Εμπρός, Θα σε στείλω στη γιαγιά σου.
Πήγαινέ της αυτή την πίτα και το βάζο με το βούτυρο!"
Και ζουμ σαν το σίφουνα έφυγε! Όλοι τρέχουν να σωθούν!
Και χοπ! Να την κιόλας στο σπίτι της γιαγιά της.
Τοκ! Τοκ!
«Γιαγιάκααααααα…»
Μέσα στο σπίτι της γιαγιάς, όμως, δεν ήταν κανείς!
«Γιαγιά, γιαγιά!» Πουθενά η γιαγιά.
Το φαγητό στο τσουκάλι μοσχομύριζε, αλλά η γιαγιά ήταν άφαντη.
«Γιαγιάκα, γιαγιούλα! Εγώ είμαι! Μη φοβάσαι».
"Γιαγιάκα, γιαγιούλα! Πού είσαι;"
« Δεν είναι εδώ… Παράξενο… Μμμ… Ευκαιρία να στρώσω όμορφα το κρεβάτι της», μονολογεί ξαφνικά η Δεσποινίς Τρέξε, αν Θέλεις να σωθείς.
«Χι, χι! Θα γελάσουμε για τα καλά».
«Α! Γιαγιάκα, τι κάνεις εκεί; Γιατί δε μου απαντούσες τόση ώρα;
Άρρωστη είσαι;»
« Έχεις πονόδοντο, γιαγιά; Καημενούλα. Για να δω… Ωχ!
Τι μεγάλα δόντια που έχεις;»
« Και η γλώσσα σου… Έχεις δει πόσο μεγάλη είναι η γλώσσα σου…Έχεις δει πόσο άσπρη είναι;»
«Και τα μάτια σου… Έχεις δει τα μάτια σου, γιαγιάκα; Ποπό, πόσο μεγάλα και κίτρινα είναι! Κατάπιες το φαγητό σου, χωρίς να το μασήσεις; Σου πονάει η κοιλίτσα;»
«Α, για να σου πω, κυρ-λύκε, νομίζεις ότι δεν μπορώ να ξεχωρίσω τη γιαγιά μου από ένα λύκο; Εμπρός, ουστ! Έξω από δω!»
«Ουστ, δρόμο! Έξω! Κουνήσου γρήγορα! Θέλεις να θυμώσω για τα καλά, λύκε; Τι με πέρασες; Για καμιά χαζή σαν την Κοκκινοσκουφίτσα;"
«Σταμάτα ευλογημένη!» λέει η γιαγιά. «Άφησέ το, ένα ταλαιπωρημένο αγρίμι είναι που μάζεψα μέσα στο χιόνι, έτοιμο να ψοφήσει από την παγωνιά και την πείνα».
"Εμπρός, ελάτε να φάμε τώρα. Το φαγητό είναι στο τραπέζι".
"Όχι, όχι, γιαγιάκα, πρέπει να φύγω, έχω ένα σωρό δουλειές να κάνω", απαντά η εγγονή της και της δίνει ένα φιλί.
"Φιληθείτε τουλάχιστον" λέει η γιαγιά.
"Όχι, όχι, γιαγιά. Δεν προλαβαίνω".
«Δηλαδή έφυγε;» ρωτά ο λύκος.
«Ναι!» απαντά η γιαγιά.
«Δηλαδή, δεν θα ξανάρθει;» ξαναλέει ο λύκος.
«Όχι, δεν θα έρθει! Άλλωστε είμαστε στο τέλος της ιστορίας!» λέει η γιαγιά.
«Ουφ, ευτυχώς» αναστενάζει ο λύκος!
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.