Ετικέτες

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Περιγραφή χώρου

Περιγραφή χώρου


Περιγράφω την αίθουσα της τάξης μας




Πού βρίσκεται;



Πώς είναι; (μέγεθος, σχήμα, γενική εντύπωση)
Τι έχει μέσα; (έχει παράθυρα; Τι έχει στους τοίχους; Τι έχει στο ταβάνι;)



Τι έπιπλα έχει;(έχει ντουλάπες, θρανία, καρέκλες, έδρα;)



Τι αισθάνεσαι μέσα στην αίθουσα; Περνάς ωραία; Χαίρεσαι, στενοχωριέσαι;



Θα ήθελες κάτι να αλλάξεις;



Χρήσιμες λέξεις:
Για την περιγραφή της αίθουσας:
μεγάλη, μικρή, άνετη, ευρύχωρη, όμορφη, ωραία, ζεστή, φωτεινή, σκοτεινή, ευχάριστη, καθαρή, ξύλινα, μεταλλικά, κόκκινα, άσπρα, υπολογιστές, βιντεοπροβολέας, πίνακας ορθογώνιος.

Για να πεις πού βρίσκεται κάθε πράγμα:
ψηλά, πάνω, κάτω, αριστερά, δεξιά, εδώ, εκεί, τριγύρω, πίσω, μπροστά, ανάμεσα, στο κέντρο, στην άκρη.

Εκφράσεις για το τέλος:
 Μ’ αρέσει πάρα πολύ! … 
Μ’ αρέσει αρκετά αλλά θα ήθελα να ήταν …..
Μακάρι να είχε ….. ή Θα ήταν καλύτερη αν είχαμε….

  




Η ιστορία του Αρλεκίνου





Μια φορά κι έναν καιρό στην πόλη με τις γόνδολες, τη Βενετία, ζούσε ένα φτωχό παιδάκι, ο Αρλεκίνος. Τις μέρες της Αποκριάς, στη Βενετία γιορτάζουν το καρναβάλι με παρελάσεις και γιορτές. Όλοι ντύνονται μασκαράδες και κρυμμένοι πίσω από τις μάσκες τους γλεντάνε μέχρι το πρωί.



Ο μικρός Αρλεκίνος, κάθε απόγευμα, καθόταν στο παράθυρο, έβλεπε τους γελαστούς μασκαράδες που περνούσαν παρέες παρέες κάτω από το σπίτι του και μερικές φορές ένα δάκρυ κυλούσε στο μαγουλάκι του.  Θυμόταν πώς ντυνόταν κι αυτός μασκαράς μαζί με τον πατέρα του και τη μητέρα του και κάνανε βόλτες στην πλατεία του Αγίου Μάρκου με τα περιστέρια.  Τώρα πια όλα ήταν διαφορετικά ! Ο πατέρας είχε πεθάνει και η καημένη η μητέρα του με μεγάλη δυσκολία κατάφερνε να πληρώνει τα έξοδά τους.  Σκούπιζε, λοιπόν, το δάκρυ του και χαιρετούσε τους γελαστούς μασκαράδες που του φώναζαν να κατέβει μαζί τους στο γλέντι.



Η μαμά του είδε το κρυφό δάκρυ του Αρλεκίνου και ανέβηκε στη σοφίτα αποφασισμένη να βρει κάτι, έστω κι ένα παλιό ρούχο, για να μασκαρέψει το λυπημένο παιδί της. Κάτι μικρά κουρελάκια από υφάσματα της έδωσαν την ιδέα ! Τα μάζεψε όλα, πήρε τα ραφτικά της και δούλεψε  μέχρι το πρωί. Ένωσε τα μικρά κομματάκια, έκανε ένα μεγάλο πολύχρωμο πανί και μ’ αυτό έραψε μια φανταχτερή στολή, που άλλη δεν είχε ξαναγίνει !



Ξύπνησε χαρούμενη τον Αρλεκίνο και τον έντυσε με τη στολή. Φούντωσε τα κατσαρά καστανά μαλλάκια του παιδιού και, σαν τελευταία πινελιά, άνοιξε δυο τρύπες με το ψαλίδι της σε μια μαύρη βελούδινη λωρίδα και την έδεσε στα μάτια του παιδιού για μάσκα ! Το αποτέλεσμα ήταν θαυμάσιο !



Ευτυχισμένος ο Αρλεκίνος, με τα δάκρυα απ’ τα παράπονα να λάμπουν στα ματάκια του, έδωσε ένα σκαστό φιλί στη μανούλα του και έτρεξε στην πλατεία.



Τα πυροτεχνήματα έλαμπαν στον ουρανό και τα παιδιά μάζευαν καραμέλες και σοκολάτες που  πετούσαν οι άρχοντες από τα μπαλκόνια.



Όταν έφτασε στην πλατεία ο Αρλεκίνος, όλοι θαύμαζαν τη φορεσιά του, κι εκείνος χαρούμενος άρχισε να χορεύει χωρίς να φανερώνει ποιος είναι.



-       Ποιος είσαι; τον ρωτούσαν πολλοί. Είσαι από τη Βενετία; Πού αγόρασες αυτή τη θαυμάσια στολή;



Ο Αρλεκίνος χαμογελούσε και κρατούσε καλά φυλαγμένο το μυστικό του, ώσπου μια κοπελίτσα τού άρπαξε τη μάσκα.

-          Είναι ο Αρλεκίνος ! φώναξαν κάποιοι ξένοι.
-          Αυτός είναι ο βασιλιάς του καρνάβαλου, φώναξαν όλοι μαζί και του πρόσφεραν φρούτα και γλυκά χορεύοντας χαρούμενοι γύρω του.

Ο Αρλεκίνος χόρεψε ξέφρενα όλη νύχτα και το πρωί γύρισε στο σπίτι του φορτωμένος με γλυκά.

Ένας χρόνος πέρασε.  Την επόμενη χρονιά, μόλις πλησίαζε η Αποκριά, όλοι έτρεξαν στη μητέρα του Αρλεκίνου και πλήρωναν όσο- όσο για να ράψουν μια πολύχρωμη φορεσιά αρλεκίνου!



 






Τσικνοπέμπτη


Η Τσικνοπέμπτη είναι μια ετήσια τελετή, της οποίας η αρχή χάνεται μέσα στους αιώνες. Είναι η μέρα   που τρώγεται κρέας.
Η λέξη Τσικνοπέμπτη προέρχεται από τις λέξεις "τσίκνα" (η μυρωδιά του καμένου ψημένου κρέατος) και "Πέμπτη".
Η Τσικνοπέμπτη βρίσκεται στο μέσο των 3 εβδομάδων του εορτασμού του καρναβαλιού. Πρόκειται για τη Πέμπτη της 2ης εβδομάδας, της Κρεατινής.
Γιορτάζεται την Πέμπτη που είναι 11 ημέρες πριν την Καθαρά ∆ευτέρα. Είναι ημέρα χαράς αλλά και προετοιμασίας για τους Ελληνορθόδοξους χριστιανούς, καθώς η σαρανταήμερη περίοδος της Σαρακοστής πριν το Πάσχα πλησιάζει. Την μέρα αυτή επιβάλλεται από το έθιμο το ψήσιμο κρέατος στα κάρβουνα. 






Το Γαϊτανάκι - γαϊτάνι (έθιμο αποκριάς)




Από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται αυτούσια ως τις μέρες μας, το γαϊτανάκι είναι ένας χορός που δένει απόλυτα με το χρώμα και το κέφι της αποκριάς.
Το γαϊτανάκι πέρασε στην Ελλάδα από πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας και έδεσε απόλυτα με τα άλλα τοπικά έθιμα, αφού η δεξιοτεχνία των χορευτών αλλά και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο!
Δεκατρία άτομα χρειάζονται για να στήσουν το χορό. Ο ένας κρατά ένα μεγάλο στύλο στο κέντρο, από την κορυφή του οποίου ξεκινούν 12 μακριές κορδέλες, καθεμιά με διαφορετικό χρώμα.
Οι κορδέλες αυτές λέγονται γαϊτάνια και δίνουν το όνομά τους στο έθιμο.
Γύρω από το στύλο, 12 χορευτές κρατούν από ένα γαϊτάνι και χορεύουν μαζί, σε 6 ζευγάρια, τραγουδώντας το παραδοσιακό τραγούδι.
Καθώς κινούνται γύρω από το στύλο, κάθε χορευτής εναλλάσσεται με το ταίρι του κι έτσι όπως γυρνούν πλέκουν τις κορδέλες γύρω από το στύλο δημιουργώντας χρωματιστούς συνδυασμούς.
Ο ένας χορευτής περνάει τη μια φορά μέσα και την άλλη από έξω από τον άλλον και έτσι οι κορδέλες πλέκονται πολύχρωμες πάνω στο κοντάρι δημιουργώντας διάφορα χρωματιστά σχέδια.
Όταν πια οι κορδέλες τυλιχτούν γύρω από το στύλο και οι χορευτές χορεύουν όλο και πιο κοντά σε αυτόν, τότε ο χορός τελειώνει και το στολισμένο γαϊτανάκι μένει να θυμίζει το αποκριάτικο πνεύμα.
Πιθανόν ο κυκλικός αυτός χορός να υποδηλώνει τον κύκλο της ζωής, από την χαρά στην λύπη, από τον χειμώνα στην άνοιξη, από την ζωή στον θάνατο και το αντίθετο.



 Γενίτσαροι και Μπούλες 



Με διονυσιακή καταγωγή, το έθιμο «Γενίτσαροι και Μπούλες», συνεχίζει μέχρι και τις μέρες μας, να ζωντανεύει στην πόλη της Νάουσας. Την Κυριακή της Αποκριάς υπό τους χαρακτηριστικούς ήχους του νταουλιού και του ζουρνά, ένα μπουλούκι με «γενίτσαρους» περιφέρεται στους δρόμους της πόλης με τελικό προορισμό το δημαρχείο, όπου και κορυφώνεται η γιορτή. Στο ρυθμικό άκουσμα του Ζαλιστού, η Μπούλα βγαίνει στο παράθυρο και με χαρακτηριστικές ρυθμικές κινήσεις του σώματος της, ώστε να κουδουνίζουν τα κρεμασμένα στο στήθος της νομίσματα, χαιρετάει το μπουλούκι ενώ λίγο μετά κατεβαίνει κάτω, ενσωματώνεται στο πλήθος και όλοι μαζί συνεχίζουν την περιοδεία μέχρι να πάρουν την επόμενη Μπούλα. Σταδιακά σχηματίζεται μια «μεγαλειώδης» πομπή με ανθρώπους όλων των ηλικιών, να συμμετέχουν στην αναβίωση του εθίμου.



Οι Γενίτσαροι φορούν φουστανέλες, τσαρούχια, μάλλινες μακριές κάλτσες και γιλέκο, ενώ στο πρόσωπο φέρουν κερωμένο πανί με ζωγραφιστό μουστάκι. Στο κεφάλι, στη μέση και στο χέρι τους δένουν από ένα μαντήλι, ενώ στο λαιμό κρεμούν σταυρό και αλυσίδα με φυλακτό.
Οι Μπούλες είναι επίσης άνδρες, ντυμένοι με γυναικεία ρούχα και στο πρόσωπο φορούν βαμμένες μάσκες. Σύμφωνα με το έθιμο, τα χρόνια της τουρκοκρατίας οι αρματολοί έβρισκαν στις Απόκριες την ευκαιρία να κατέβουν στην πόλη μασκαρεμένοι και να γλεντήσουν με συγγενείς και φίλους, χωρίς να φοβούνται ότι θα τους αναγνωρίσουν οι Τούρκοι.











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.