Ετικέτες

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

Το νερό, πολύτιμο αγαθό, πηγή ζωής!

Το νερό, πολύτιμο αγαθό, πηγή ζωής!

Ο κύκλος του νερού


Ο κύκλος του νερού, μέσα από τη ματιά της Στιγμούλας, από το νέο βιβλίο της Μαρίνας Γιώτη, "Η Στιγμούλα είναι δυνατή" (εκδόσεις Διόπτρα).
















ΠΗΓΗ: www.kindykids.gr



Το τραγούδι του κύκλου του νερού
 Στίχοι και μουσική: Άννα Μαντέλη και Σπύρος Μασσαχός.



Τα επτά ποτάμια





Στίχοι: Γιώργος Χατζηπιερής 
Μουσική: Γιώργος Χατζηπιερής 
Ερμηνεία: Ελευθερία Αρβανιτάκη - Δώρος Δημοσθένους 
 Χορωδία 1ου Δημοτικού Σχολείου Αμαρουσίου υπό τη διεύθυνση του Θωμά Κοντογιώργη. Ενορχήστρωση: Μάριος Τακούσιης Παραγωγή: Ο Τεμπέλης Δράκος 
 Στίχοι 
Κύλησε το ποταμάκι το πορτοκαλί 
Είναι που οι πεταλούδες πάνε σε γιορτή 
 Μέσα απ’ τη σπηλιά αναβλύζει πράσινη πηγή 
Απ’ τα λέπια κάποιου δράκου πούχει χτενιστεί 

Χίλιες κόκκινες καρδούλες μπήκαν στην σειρά 
Κι ένα κόκκινο ποτάμι πήρε να κυλά
 Καθε που θα πλημμυρίσει γίνεται γιορτή 
Και γεμίζει με αγάπη κάθε τι στη γη

 Στέλνει ο ήλιος δυο ακτίνες για να τεντωθεί
 Και ‘να κίτρινο ποτάμι απλώνεται στη γη 
 Τό σκασαν απ’ τις σελίδες λέξεις κι αριθμοί 
Για να φτιάξουν το ρυάκι το μενεξεδί 

Τα όνειρα μας τα γαλάζια φύγαν ξαφνικά 
Και γλυστρήσαν σαν ποτάμι μες στην ξεγνοιασιά 
Και στο τέλος τ’ αστεράκια μπήκαν στην σειρά
 Και το μπλε το ποταμάκι φτιάξαν στα ψηλά 

 Τρέχουνε τα ποταμάκια τα χρωματιστά 
Μέσα σ’ ανθισμένους κάμπους, πόλεις και χωριά 
Χέρι χέρι μες στη λίμνη πάνε να λουστούν
Με ένα παραμύθι να ξελογιαστούν

Τότε ο ουρανός πετάει μία πετονιά 
Και τραβάει από τη λίμνη όλα τα νερά 
 Και προβάλλει ένα τόξο τόσο φωτεινό 
Μια κορδέλλα που ενώνει γή και ουρανό 

 Λα λα λα λα λα λα λα λα λα λα λα λα λα ..


Το βουνό

Τι σχέση έχει το βουνό με το νερό;

Μουσική - Στίχοι: Γιώργος Χατζηπιερής Ενορχήστρωση: Μάριος Τακούσιης Σχέδια - Χαρακτήρες: Σωτήρης Καλλής, Μιχάλης Παπανικολάου Animation- Σκηνοθεσία: Μιχάλης Παπανικολάου Παραγωγή: O Τεμπέλης Δράκος 2019 Στίχοι Κίνησε μια μέρα το βουνό Πήγε για ένα μπάνιο στο γιαλό Πήγε στο γιαλό για να λουστεί Απ’ τη ζέστη για να δροσιστεί Μα ήτανε η θάλασσα βαθειά Και δεν ήξερε να κολυμπά Κι έτσι με την πρώτη τη βουτιά Κόλλησε στου πάτου τα νερά Βρε βουνό βρε βουναλάκι Η κορφή σου ένα νησάκι Κι οι χαράδρες σου κρυψώνες Για δελφίνια και γοργόνες Κι η μαμά του η οροσειρά Ράβει δεκατέσσερα πανιά Και του στέλνει μια παραγγελιά Για να ’ρθει στο σπίτι του ξανά Όμως το βουνό δεν το κουνά Παίζει με τα άλλα τα νησιά Μα προτού να πάει να κοιμηθεί Στέλνει στη μαμά του ένα φιλί Βρε βουνό βρε βουναλάκι Η κορφή σου ένα νησάκι Κι οι κοιλάδες σου λιμάνια Για να δένουν τα καράβια Βρε βουνό βρε βουναλάκι Η κορφή σου ένα νησάκι Κι οι χαράδρες σου κρυψώνες Για δελφίνια και γοργόνες






Ήχοι του νερού

Θάλασσα




Χαλάζι






Πέτρινη βρύση





Nερό που βράζει







Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, οι συνθέτες έχουν κληθεί να γράψουν μουσική «που έχει σχέση με το νερό».Στη Βενετία μουσικοί συνέθεσαν μουσική για τους γονδολιέρηδες και ο Χέντελ (Handel) το 1717 έγραψε τη «Μουσική των Νερών» προς τιμή του βασιλιά της Αγγλίας Γεωργίου Α΄ για μια γιορτή που είχε διοργανώσει στον ποταμό Τάμεση.





Η λίμνη των Κύκνων (Tcaikovsky)




Μια παράσταση όπερας μέσα στο νερό






Βροχή με τα δάχτυλα



Ο γαλάζιος Δούναβης  (J. Strauss)

Το βαλς των βαλς. Το σήμα-κατατεθέν του Γιόχαν Στράους υιού (1825-1899) κι ένα από τα δημοφιλέστερα κομμάτια της κλασσικής μουσικής. Το έργο, ο πλήρης τίτλος του οποίου είναι Στον όμορφο γαλάζιο Δούναβη (An der schönen blauen Donau), γράφτηκε το φθινόπωρο του 1866 από τον αυστριακό συνθέτη Γιόχαν Στράους υιό, τον επονομαζόμενο Βασιλιά των Βαλς.




Ο Γαλάζιος Δούναβης (μήκος 2.780 χιλιόμετρα περίπου) είναι ο δεύτερος μακρύτερος ποταμός στην ευρωπαϊκή ήπειρο (ο μακρύτερος είναι ο Βόλγας). Από το Μέλανα δρυμό στη Γερμανία (πηγές), ο Δούναβης, με αμέτρητους μαιάνδρους και πολλούς μικρούς και μεγάλους παραπόταμους διασχίζει 10 ευρωπαϊκές χώρες ή είναι φυσικό σύνορο μεταξύ τους. Διασχίζει, ακόμα, ιστορικές πόλεις και πρωτεύουσες της Γηραιάς Ηπείρου, όπως η Βιέννη, η Βουδαπέστη, το Βελιγράδι και η Μπρατισλάβα και καταλήγει στη Μαύρη θάλασσα (εκβολές). Είναι ένας ζωντανός υδάτινος δρόμος που συνδέει περισσότερους από 81 εκατομμύρια ανθρώπους. Μεγάλοι ποταμοί όπως ο Δούναβης συνδέουν ανθρώπους, πολιτισμούς και οικονομίες διαφόρων λαών. Κάθε χρόνο διασχίζουν το Δούναβη εκατοντάδες κρουαζιερόπλοια, εμπορικά πλοία και φορτηγίδες που μεταφέρουν επιβάτες, τουρίστες και εμπορεύματα. Ο Δούναβης αποτελεί πολύτιμο φυσικό πόρο για τις χώρες που διαρρέει. Είναι ο ανεπίσημος εθνικός ύμνος της Αυστρίας. Ανακρούσθηκε ως επίσημος ύμνος της Αυστρίας κατά τη διάρκεια της απελευθέρωσης της χώρας στις 29 Απριλίου 1945 και στα πρώτα ματς της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Κλείνει την καθιερωμένη Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης. Αποτελεί το σήμα της Αυστριακής Ραδιοφωνίας (ORF) για το διεθνές πρόγραμμά της. Χρησιμοποιήθηκε ως μουσική υπόκρουση στην εμβληματική ταινία επιστημονικής φαντασίας του Στάνλεϊ Κιούμπρικ 2001: Η Οδύσσεια του διαστήματος. Ακούγεται μετά την προσγείωση των επιβατικών αεροπλάνων στις εσωτερικές γραμμές της Κίνας.




ΠΗΓΗ: youtube.com


Ζωγραφική με θέμα το νερό ΚΛΙΚ
ΠΗΓΗ: antikleidi.com


Νερό: Το πολύτιμο αγαθό










Νερό σε διάφορες γλώσσες









ΠΗΓΗ: www.kindykids.gr


Νερόμυλοι




























Πολλά παραμύθια έχουν σαν κεντρικό θέμα το μύλο και τους μυλωνάδες. Οι καλικάντζαροι το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων στους νερόμυλους εμφανίζονταν και εκεί παρέμεναν μέχρι την ημέρα των φώτων που αγιάζονταν τα νερά και τους έδιωχναν οι παπάδες με την αγιαστούρα. Ζαβολιάρικα πλάσματα οι καλικάντζαροι. Όλο ζαβολιές και καμώματα. Άλλοτε άνοιγαν τα σακιά με τα γεννήματα και σκορπούσαν κάτω το αλεύρι, πότε σταματούσαν τη μυλόπετρα και πότε έπαιζαν παιγνίδια με το μυλωνά. Μικρά διαβολάκια, τριχωτά κακομούτσουνα και παιγνιδιάρικα, χωρίς διάθεση να κάμουν κακό. Πρωί-πρωί, πριν από το χάραμα, με το λάλημα του πετεινού, αποσύρονταν στο υπόγειο της φτερωτής. Το βράδυ άφηναν το καταφύγιο τους και άρχιζαν πάλι τα παιγνίδια.
Οι νερόμυλοι χτιζόταν στις άκρες των ποταμιών και σε αρκετή απόσταση από τα χωριά. Ορισμένα χωριά απείχαν μια και δυο ώρες. Για πολλές γενιές οι κάτοικοι από τα κοντοχώρια με το «λάλημα των ριθιών», βαθιά χαράματα, φόρτωναν τα ζωντανά τους (γαϊδούρια, άλογα και μουλάρια) με τα γεννήματα και ροβολούσαν για το μύλο. Ξεκινούσαν οι αλεστάδες πριν φέξει για να φτάσουν γρήγορα στο μύλο και να πιάσουν καλή σειρά, ώστε να μη νυχτωθούν κατά την επιστροφή, κυρίως, κατά τους φθινοπωρινούς μήνες που μικραίνει η μέρα
Στους μύλους στοίβα τα σακιά στην αράδα με γεννήματα που περιμένουν τη σειρά τους. Η μυρωδιά από τις καβαλίνες των ζώων μέσα και έξω από το μύλο ανυπόφορη και πανταχού παρούσες οι κότες που τριγύριζαν και τσιμπολογούσαν τα σπυριά που έπεφταν καταγής. Οι μύλοι βοήθησαν πολύ τους ανθρώπους σε παλιότερες εποχές. Μύλοι και μυλωνάδες έπαιξαν βασικό ρόλο στις κοινωνίες των χωριών.


ΠΗΓΗ: https://apeirosgaia.wordpress.com/






Οι καλικάντζαροι κι ο μύλος τους





Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσαν στην Ίμβρο δυο αδέρφια. Ο ένας ήταν πολύ πλούσιος και είχε πολλά κτήματα κι ο άλλος ήταν πολύ φτωχός και είχε πολλά παιδιά. Ο φτωχός συντηρούσε με κόπο τη φαμίλια του, κάνοντας μεροκάματα πότε στα κτήματα του πλούσιου αδερφού του και πότε όπου αλλού έβρισκε. Ο πλούσιος, αν και άτεκνος, ήταν πολύ φιλάργυρος και δε βοηθούσε καθόλου τον αδερφό του.
Εκείνα τα Χριστούγεννα, στου φτωχού το σπίτι, πέρασαν με ψωμί κι ελιές, ενώ ο πλούσιος είχε απ’ όλα τα καλά στο τραπέζι του. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ο φτωχός πήγε στο νερόμυλο για να πάρει λίγο αλεύρι, μα ο μυλωνάς δεν του έδωσε, γιατί δεν είχε να πληρώσει. Καθώς γύριζε λυπημένος στο χωριό, συλλογιζόταν πως θα πήγαινε πάλι στα παιδιά του με άδεια χέρια και τον έπιανε απελπισία. Ξαφνικά, άκουσε πίσω του κουδούνια και ποδοβολητά ζώων. Παραμέρισε γρήγορα από το δρόμο και μπήκε στο δάσος, αλλά οι ήχοι σα να τον ακολουθούσαν. «Λες να είναι καλικάντζαροι χρονιάρα μέρα;», αναρωτήθηκε κι ανέβηκε πάνω σε ένα ψηλό δέντρο, φροντίζοντας να κρυφτεί στα κλαδιά του, όσο καλύτερα μπορούσε.
Τα ζώα με τους συνοδούς τους σταμάτησαν κάτω από το δέντρο, μα ήταν σκοτάδι και δεν μπορούσε να διακρίνει ποιοι ήταν. Τότε άκουσε μια βροντερή φωνή να λέει:
– «Ατσίλ αγατζίμ ατσίλ!», που θα πει «άνοιξε, δέντρο μου, άνοιξε!».
Αμέσως ο κορμός του δέντρου άνοιξε στα δύο κι από μέσα ξεχύθηκε ένα φως, τόσο δυνατό, που έλαμψε ο τόπος γύρω τριγύρω. Τότε ο φτωχός είδε με τρόμο σαράντα καλικάντζαρους, μαυριδερούς κι ασχημομούρηδες, με μυτερά κέρατα, μαλλιαρές ουρές και νύχια γυριστά, να σέρνουν σαράντα μουλάρια τόσο φορτωμένα, που με το ζόρι στέκονταν στα πόδια τους! Από τη ρίζα του δέντρου ξεκινούσαν κάτι ξύλινες, στριφογυριστές σκάλες, που απλώνονταν σε βάθος, όσο έφτανε το βλέμμα του. Οι καλικάντζαροι φορτώθηκαν τα σακιά και κατέβαιναν τις σκάλες, για να τα στοιβάξουν στις υπόγειες αποθήκες τους. Αφού τελείωσαν αυτή τη δουλειά, ο αρχηγός τους φώναξε ένα μικρό καλικαντζαράκι και το διέταξε:
– «Φέρε μου το μύλο, μικρέ!».
Τότε το καλικαντζαράκι άνοιξε ένα κρυφό συρτάρι, σκαλισμένο στη ρίζα του δέντρου, πήρε έναν μύλο μικρό, σαν εκείνους που αλέθουν τον καφέ και τον παρέδωσε στον αρχηγό του με μια αστεία υπόκλιση.
Ο αρχηγός των καλικάντζαρων πήρε το μύλο, στάθηκε όρθιος με μεγάλη επισημότητα, τον σήκωσε ψηλά τεντώνοντας τα χέρια του και βροντοφώναξε:
– «Μύλε μου, αφέντη μύλε μου,
βγάλε σωρούς κριθάρια
νόστιμα σα ζαχαρωτά,
να φάνε τα μουλάρια!».
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του κι ο μύλος άρχισε να βγάζει σπόρους κριθαριού, αφράτους και λαχταριστούς σαν ένα βουνό από κουφέτα! Τα μουλάρια έφαγαν με την ψυχή τους, μέχρι που οι κοιλιές τους φούσκωσαν σα μπαλόνια. Τότε ο Αρχικαλικάντζαρος σκέπασε με την παλάμη του το μύλο, φύσηξε τρεις φορές κι εκείνος σταμάτησε να βγάζει κριθάρι. Έπειτα τον κράτησε πάλι ψηλά και φώναξε:
– «Μύλε μου, αφέντη μύλε μου,
βγάλε κρέας ψημένο,
να φαν τα παλικάρια μου
κι εγώ να μη χορταίνω!».
Αμέσως ο μύλος άρχισε να βγάζει κρέατα τραγανιστά και ροδοκοκκινισμένα, που η μυρωδιά τους απλώθηκε στο δάσος κι άνοιξε την όρεξη σ’ όλα τα πλάσματά του. Οι καλικάντζαροι στρώθηκαν γύρω του κι έφαγαν του σκασμού! Με τον ίδιο τρόπο ο μύλος έβγαλε πίτες, αυγά, φρούτα, τυρί, γλυκίσματα και μπόλικο κρασί. Μόλις του έδινε εντολή ο αρχηγός των καλικάντζαρων, ο μύλος πρόσφερε απ’ όλα τα αγαθά πλουσιοπάροχα.
Ο φτωχός παρακολουθούσε τα συμβάντα από την κορυφή του δέντρου με ανοιχτό το στόμα. «Αχ, ας είχα κι εγώ έναν τέτοιο μύλο, μόνο για μια μέρα έστω, γι’ απόψε που είναι Πρωτοχρονιά. Θα έτρωγαν και θα χόρταιναν τα καημένα τα παιδάκια μου. Και πόσα ρούχα, πόσα παιχνιδάκια θα τους χάριζα…Τώρα, μακάρι να μας λυπηθεί ο Θεός», συλλογιζόταν κι η καρδιά του μάτωνε από τη στενοχώρια.
Κοντά στα ξημερώματα, ο αρχηγός είπε στους άλλους καλικάντζαρους:
– «Καλικάντζαροι, αδέρφια,
ροκάνες πάρτε μα και ντέφια!
Προτού λαλήσει ο πετεινός,
σε άλλους τόπους πάμε,
χίλιες να κάνουμε ζημιές,
μπελάδες στις νοικοκυρές
και πριν αγιαστούνε τα νερά,
στο δέντρο μας γυρνάμε».
Οι καλικάντζαροι αλάλαξαν ενθουσιασμένοι και η γη σείστηκε από τις αγριοφωνάρες τους. Ανέβηκαν στα μουλάρια τους και χτυπώντας τα με τις ουρές τους, έγιναν άφαντοι! Ο Αρχικαλικάντζαρος, αφού φύλαξε με προσοχή το μύλο στην κρυψώνα του, καβαλίκεψε το μουλάρι του, ανέβηκε τη σκάλα και είπε στο δέντρο:
– «Καπάν, αγατζίμ, καπάν», δηλαδή «κλείσε, δέντρο μου, κλείσε».
Αμέσως το δέντρο έκλεισε, ο τόπος σκοτείνιασε κι ησύχασε ξανά και το μόνο που ακούστηκε στο δάσος για μερικά λεπτά, ήταν τα γρήγορα ποδοβολητά του μουλαριού του Αρχικαλικάντζαρου, που πήγαινε να συναντήσει τους συντρόφους του.
Ο φτωχός χωρικός κατέβηκε φοβισμένος από την κορυφή του δέντρου. Ενώ ετοιμαζόταν να φύγει, ακούστηκε το λάλημα ενός πετεινού κι άρχισε να ξημερώνει. Τότε αναθάρρησε και είπε με το νου του:
– «Αν διατάξω κι εγώ το δέντρο με τα λόγια που είπε ο καλικάντζαρος, άραγε θ’ ανοίξει; Τότε θα κάναμε στ’ αλήθεια Πρωτοχρονιά κι εγώ κι η οικογένειά μου…». Τελικά κοντοστάθηκε κι αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του. Στάθηκε στη ρίζα του δέντρου και φώναξε όπως ο καλικάντζαρος, «ατσίλ, αγατζίμ, ατσίλ!». Αμέσως το δέντρο άνοιξε κι ο χωρικός θαμπώθηκε από το φως που ξεχύθηκε από μέσα του! Κατέβηκε τα σκαλοπάτια και είδε αμέτρητες κάμαρες γεμάτες χρυσάφι, ασήμι και πολύτιμα πετράδια! Για μια στιγμή σάστισε από τα τόσα πλούτη και δεν ήξερε τι να κάνει. Ήταν, ωστόσο, άνθρωπος λογικός και καθόλου πλεονέκτης. Γρήγορα συνήλθε και αναζήτησε το μικρό μύλο. «Δε μου χρειάζεται τίποτα απ’ όλ’ αυτά, παρά μόνο ο μύλος», σκέφτηκε. Βρήκε την κρυψώνα του, τον πήρε, ανέβηκε πάλι τα σκαλοπάτια, διέταξε το δέντρο να κλείσει με τα μαγικά λόγια και τράβηξε για το σπίτι του.
Φανταστείτε τι έγινε όταν ο φτωχός χωρικός πήγε στην οικογένειά του και ο μύλος άρχισε να βγάζει άφθονα ό,τι αγαθά του ζητούσε: φαγητά, ρούχα, παιχνίδια για τα παιδιά, χρήματα. Η γυναίκα του κόντεψε να τρελαθεί από τη χαρά της. Την Πρωτοχρονιά ο φτωχός και η οικογένειά του πήγαν στην εκκλησιά με καινούργιες φορεσιές και έριξαν στο δίσκο χρυσά νομίσματα. Όλο το χωριό απορούσε με αυτό το θαύμα. Ο μυλωνάς, που μόλις την προηγούμενη μέρα ο φτωχός παρακαλούσε να του δώσει λίγο αλεύρι, για να φάνε ψωμί τα παιδιά του, έμεινε άναυδος. Περισσότερο απ’ όλους, όμως, παραξενεύτηκε ο πλούσιος αδερφός του. «Κάτι τρέχει, κάποιο θησαυρό θα βρήκε αυτός, πρέπει να πάω να μάθω…», συλλογίστηκε και τα μάτια του γυάλιζαν από την απληστία.
Την άλλη κιόλας μέρα, ο πλούσιος αδερφός πήγε στο σπίτι του φτωχού και προσπάθησε να μάθει τι συμβαίνει. Ο φτωχός, όμως, είχε ορμηνέψει τα παιδιά και τη γυναίκα του να μη μιλήσουν. Αν και δεν κατάφερε να μάθει τίποτα, δεν το έβαλε κάτω. Πήγαινε κάθε μέρα και τους έταζε διάφορα, για να του αποκαλύψουν το μυστικό. Έτσι, μια μέρα που ο αδερφός του έλειπε σε δουλειά, πίεσε τόσο πολύ τη γυναίκα του, που εκείνη θύμωσε, ξεχάστηκε και του φανέρωσε το μυστικό τραγουδώντας:
– «Από το μύλο μας το μαγικό
ό,τι ζητήσω έχω εγώ.
Κι εσένα που μας περιφρονούσες
και διόλου δε μας συμπονούσες,
θα σε περάσουμε στα πλούτη,
τσιγκούναρε γεροξεκούτη!
Ο πλούσιος αδερφός κόντεψε να σκάσει από τη ζήλια του. Ο μύλος του έγινε έμμονη ιδέα. Έβαλε στόχο να τον αποκτήσει με κάθε μέσο και να φύγει από την Ίμβρο. Άρχισε, λοιπόν, να καλοπιάνει τον αδερφό του:
– «Δώσε μου το μύλο και θα σου χαρίσω όλα μου τα κτήματα, όλα μου τα ζωντανά, όλη μου την περιουσία και θα φύγω με τη γυναίκα μου στα ξένα. Θα μείνεις μοναδικός άρχοντας αυτού του τόπου».
– «Μα την παραμονή των Θεοφανίων, οι Καλικάντζαροι θα επιστρέψουν και θα αναζητήσουν το μύλο τους. Τι θα γίνει τότε; Θα καταλάβουν ότι τους τον πήραμε και θα θελήσουν να μας εκδικηθούν. Εγώ σκοπεύω αύριο να τον επιστρέψω στη θέση του. Μου φτάνουν και μου περισσεύουν όσα αγαθά απέκτησα», του απαντούσε ο φτωχός αλλά μυαλωμένος αδερφός.
– «Την παραμονή των Θεοφανίων, εγώ θα έχω φύγει! Θα ναυλώσω ένα καΐκι και θα ταξιδέψω μακριά, σε τόπο που δε θα τον ξέρει κανείς. Έλα, αδερφέ μου, δώσε μου το μύλο και θα σου χαρίσω ό,τι έχω και δεν έχω. Εσύ δεν έχεις να χάσεις τίποτα. Ο μύλος θα βρίσκεται πλέον στα χέρια μου κι αν οι καλικάντζαροι θελήσουν να εκδικηθούν, το κακό θα βρει μονάχα εμένα!», επέμενε ο πλούσιος που το μάτι του δε χόρταινε με τίποτα.
Με τα πολλά, ο φτωχός δέχτηκε να παραδώσει στον πλούσιο αδερφό του το μύλο με αντάλλαγμα την περιουσία του. Αμέσως ο πλούσιος κατέβηκε στο λιμάνι, για να ναυλώσει ένα καΐκι και να φύγει από το νησί. Δε βρήκε, όμως, και γύρισε στο σπίτι του άπρακτος, γιατί κανένα καΐκι δεν έφευγε πριν αγιαστούν τα νερά. Αλλά κι οι Καλικάντζαροι αντί να γυρίσουν στο δέντρο τους την παραμονή των Θεοφανίων, γύρισαν μια μέρα νωρίτερα. Όταν είδαν ότι έλειπε ο μύλος τους, έγιναν θηρία ανήμερα. Ο αρχηγός τους έγινε κατακόκκινος από το θυμό του και διέταξε να σκορπιστούν σε όλα τα γύρω χωριά και να ανακαλύψουν τον κλέφτη, πριν αγιαστούν τα νερά. Εκείνος έμεινε στο κρησφύγετό τους, να περιμένει τα μαντάτα.
Ωστόσο, ένα μικρό καλικαντζαράκι είχε σκαρφαλώσει στο τζάκι το βράδυ που συνομιλούσαν τα δυο αδέρφια και άκουσε όλα όσα είπαν. Έτρεξε στον Αρχικαλικάντζαρο και του τα είπε χαρτί και καλαμάρι:
– «Απόψε φεύγει ο κλέφτης του μύλου, αφεντικό! Κατέβηκε χτες στο γιαλό να βρει καΐκι, μα δεν τα κατάφερε».
– «Μπράβο, καλικαντζαράκι μου! Άκουσε τώρα πως θα τον παγιδέψουμε. Εγώ θα κατέβω στο λιμάνι του Κάστρου και θα περιμένω μέσα σε μια βάρκα. Εσύ θα πας στον κλέφτη του μύλου μας μεταμφιεσμένος σε ναύτη και θα του πεις ότι αναχωρούμε το συντομότερο. Αν θέλει να ταξιδέψει μαζί μας, θα πρέπει να κατέβει αμέσως στο λιμάνι με τα πράγματά του, γιατί θα σαλπάρουμε νωρίς, για να φτάσουμε στη Σαμοθράκη πριν αγιαστούν τα νερά», πρόσταξε ο Αρχικαλικάντζαρος.
Έτσι κι έγινε. Σε λίγο έφτασε στο λιμάνι ο πλούσιος αδερφός με τη γυναίκα του και με ένα καλάθι που είχε μέσα το μύλο. Μπήκε στο καΐκι μαζί με το καλικαντζαράκι, που ήταν μεταμφιεσμένο σε ναύτη. Ο Αρχικαλικάντζαρος που παρίστανε τον καπετάνιο, σήκωσε αμέσως άγκυρα για Σαμοθράκη. Σε όλο το ταξίδι ο πλούσιος αδερφός και η γυναίκα του παρακαλούσαν να ξημερώσει γρήγορα και να αγιαστούν τα νερά, για να πάψουν να κινδυνεύουν από τους καλικάντζαρους. Οι καλικάντζαροι, πάλι, συλλογίζονταν με τι τρόπο θα άρπαζαν το μύλο από το καλάθι του. Ήταν, βλέπετε, σκεπασμένος με ένα πετσετάκι, που είχε επάνω του κεντημένο ένα σταυρό! Που να πλησιάσουν οι καλικάντζαροι!
Γύρω στα μεσάνυχτα, είπε ο καπετάνιος στο ναύτη του:
– «Βάλε να βράσει λίγο ρύζι, να κάνεις σούπα να φάμε, γιατί πείνασα».
– «Στις προσταγές σου, καπετάνιε μου», είπε το ναυτάκι-καλικαντζαράκι κι άναψε την πυροστιά στην πλώρη, για να φτιάξει τη σούπα. Μετά από λίγο, φώναξε:
– «Καπετάνιε, ξεχάσαμε να πάρουμε αλάτι και θα φας τη σούπα σου ανάλατη».
– «Δεν τρώγεται ανάλατη αυτή η σούπα, βρε ναυτόπουλο! Έχασες τα μυαλά σου; Μήπως τυχόν έχετε μαζί σας λίγο αλάτι;», ρώτησε τον πλούσιο αδερφό και τη γυναίκα του ο καπετάνιος.
– «Εμείς έχουμε ό,τι θελήσουμε, μόνο σίμωσε να πάρεις το αλάτι που ζήτησες», είπε ο πλούσιος αδερφός με έπαρση κι έβγαλε το μύλο απ’ το καλάθι του. Τον κράτησε μπροστά του με τα χέρια τεντωμένα και είπε δυνατά:
– «Μύλε μου, αφέντη μύλε μου,
βγάλε ψιλό αλάτι,
να νοστιμίσει η σούπα μας,
σύμφωνα με τα γούστα μας!».
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του κι ο μύλος άρχισε να βγάζει αλάτι. Άλλο που δεν ήθελαν κι οι καλικάντζαροι, όρμησαν να τον αρπάξουν από τα χέρια του πλούσιου χωρικού και ακολούθησε πάλη φοβερή! Πάλευαν οι Καλικάντζαροι να τους πάρουν το μαγικό μύλο, πάλευαν κι ο πλούσιος με τη γυναίκα του να τον βάλουν πάλι στο καλάθι και να τον σκεπάσουν με το πετσετάκι με το σταυρό, για να τον σώσουν. Όλη αυτήν την ώρα, ο μύλος έβγαζε αλάτι ασταμάτητα και το καΐκι άρχισε να γεμίζει και να βουλιάζει από το παραπανίσιο βάρος…
Το ξημέρωμα τους βρήκε να συνεχίζουν την πάλη με λυσσαλέο πείσμα. Ξαφνικά, από την αντικρινή στεριά της Σαμοθράκης ακούστηκαν ψαλμωδίες, το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε!…». Τότε οι καλικάντζαροι εξαφανίστηκαν στη στιγμή, το καΐκι βούλιαξε κι ο πλούσιος αδερφός με τη γυναίκα του βρέθηκαν στη θάλασσα. Καθώς πάλευαν με τα κύματα να σωθούν, ο μύλος τους ξέφυγε από τα χέρια και πήγε στον πάτο της θάλασσας. Τελικά, κατάφεραν να βγουν στην ακτή της Σαμοθράκης κολυμπώντας και κατάλαβαν ότι όλα τα πλούτη του κόσμου δεν άξιζαν όσο η ζωή τους…
Ο μύλος βρίσκεται ακόμη βυθισμένος στο θαλάσσιο πέρασμα ανάμεσα στην Ίμβρο και τη Σαμοθράκη, που είναι από τα βαθύτερα σημεία του Αιγαίου και συνεχίζει να βγάζει αλάτι. Γι’ αυτό η θάλασσα είναι πολύ αλμυρή, όσες βροχές και να κάνει, όσα ποτάμια με γλυκό νερό και να χυθούν μέσα της. Κάθε χρόνο, κάποιοι από αυτούς που ταξιδεύουν νύχτα το Δωδεκαήμερο σ’ εκείνη την περιοχή, ισχυρίζονται ότι διακρίνουν βάρκες γεμάτες μαυριδερούς ναύτες, που ολοένα βουτούν στη θάλασσα, σα να γυρεύουν κάτι. Είναι οι καλικάντζαροι που ψάχνουν να βρουν το μύλο τους, αλλά δεν τα καταφέρνουν. Έτσι, η θάλασσα ανάμεσα στην Ίμβρο και τη Σαμοθράκη παραμένει αλμυρή!

https://www.evitsitiridou.me/


Το παραμύθι «Η Κάλλω και οι καλικάντζαροι» αφηγείται η Μαίρη Γεωργαλή, φιλόλογος στο 2ο Λύκειο Καβάλας.




ΠΗΓΗ: https://www.youtube.com/watch?v=Wur0hycJlkw



Το ίδιο παραμύθι συναντάμε και με την παραλλαγή της Πλούμπως και της Μαλάμως

Η Πλούμπω και οι καλικάντζαροι

Μια φορά κι έναν καιρό, από 'δω και πολλά πολλά χρόνια, σε ένα χωριό όλες οι χωριανές είχανε τελέψει τα χριστόψωμά τους από την παραμονή του Χριστού, έξω από μια χήρα γυναίκα, που με τα πολλά ζόρια, έδωσε ο Θεός και μπόρεσε ν'αγοράσει στάρι.
Το φόρτωσε, λοιπόν, στο γαϊδουράκι της και το'στείλε με τη θυγατέρα της, την Πλούμπω, στο μύλο να τ'αλέσει.
Σαν έφτασε εκείνη στο μύλο, φωνάζει του μυλωνά να'ρθει να τη βοηθήσει, να ξεφορτώσει το γάιδαρο:
-Μπάρμπα Θανάση, μπάρμπα Θανάση. Ματ'αδίκου.
Δε χάνει τότες καιρό κι εκείνη, πιάνει και δένει το γαϊδουράκι της σ'ένα δέντρο και μια και δυο μπαίνει στο μύλο. Βάζει ν'αλέσει μοναχή της κι εκοίταζε να προκάμει, προτού να βγουν οι καλικάντζαροι.
Δεν είχε αλέσει, όμως, ούτε το μισό και φτάνουν τα μεσάνυχτα. Ακούει τότες όξω απ'το μύλο κάτι στριγκές φωνές και μεγάλο σαματά.
Πάγωσε το αίμα της από το φόβο και πέφτει μπρούμυτα. Έπειτα από λίγο παύουν οι φωνές κι ακούει μόνο ψιθυρίσματα.
Στρέφει και τι να ιδεί; Όλος ο μύλος ήταν γεμάτος από καλικάντζαρους...
Ορμάνε τότες απάνω της και της φωνάζουν με άγριες φωνές:
-Έλα, έλα, νύφη έλα να χορέψουμε!
Η Πλούμπω δεν τα έχασε, για να ξεφύγει όμως από τους καλικάντζαρους τους λέει:
-Έτσι χορεύει η νύφη;
-Αμ, πώς χορεύει η νύφη; λεν εκείνοι.
-Θέλει φουστάνι μεταξωτό, λέει η Πλούμπω.
Εξαφανίστηκαν τότες οι καλικάντζαροι και σε λίγη ώρα γυρίζουν μ'ένα ωραίο φουστάνι μεταξωτό και της λένε:
-Έλα, έλα νύφη, έλα να χορέψουμε!
-Έτσι χορεύει η νύφη; λέει πάλι αυτή.
-Αμ, πώς χορεύει η νύφη;
-Θέλει και ζώνη χρυσή!
Τρέχουν πάλι, της φέρνουν και τη ζώνη τη χρυσή.
Και για να μην τα πολυλογούμε, τους έστειλε έτσι δα πολλές φορές, ζητώντας κι άλλα στολίδια και στο τέλος, τους στέλνει να της φέρουν γάντια κεντητά.
Οι καλικάντζαροι άργησαν να γυρίσουν, γιατί δε στάθηκε εύκολο να'βρουν γάντια στο χωριό, καθώς ήβραν τ'άλλα στολίδια, που τα πήραν από σπίτια, που δεν είχαν θυμιατό με θυμίαμα μπροστά στις εικόνες.
Κι ωσότου να γυρίσουν, φορτώνει η Πλούμπω το άλεσμα στο ζώο της, βάνει στο ένα πλευρό το ένα σακί, στ'άλλο τ'άλλο, από πάνω το τρίτο και χώνεται κι αυτή από κάτω και κρύβεται. Το ζώο τράβηξε για το χωριό.
Σαν γύρισαν στο μύλο οι καλικάντζαροι δεν ήβραν την Πλούμπω. Τρέχουν πίσω, βλέπουν το γάιδαρο, μα η κόρη πουθενά.
-Πού είναι η νύφη; λένε.
-Πλούμπω εδώ, Πλούμπω εκεί, πίσω είναι η νύφη!
Γυρίζουν στο μύλο. Τηράνε εδώ, τηράνε εκεί, πουθενά Πλούμπω! Σαν είδανε κι απόειδαν πως δεν ήτανε, αρχίνησαν τους άραχλους τους κουτσούς στο ξύλο.
Μα εκείνοι όσο τις έτρωγαν τόσο εσκούζανε:
-Πλούμπω δω, Πλούμπω κει, Πλούμπω μέσα στο σακί!
Τρέχουν πίσω. Για να ιδούν καλά μην ήτανε κρυμμένη στο σακί, χύνουν το άλεσμα κι από'δω πάνε κι οι άλλοι.
Έτσι, τρέξε δω και τρέξε κει, φώτισε η μέρα κι οι καλικάντζαροι κρύφτηκαν στις τρύπες του μύλου, για να βγουν την άλλη νύχτα, που τελείωνε η βασιλεία τους στη γη.
Φτάνει η Πλούμπω στο χωριό κι ο πετεινός, που κατάλαβε τι έγινε στο μύλο, άρχισε να κράζει χαρούμενος:
-Κικιρίκου, Κικιρίκου! Να, η Πλούμπω έρχεται. Έρχεται μετά χρυσά, έρχεται με τ'αργυρά. Κικιρίκου, Κικιρίκουουου!
Μπαίνει η Πλούμπω στο σπίτι και τα διηγείται όλα στη μάνα της, τι συνέβηκε στο μύλο και πώς ξεγέλασε τους καλικάντζαρους.
Την άλλη νύχτα βγαίνει ο πιο μεγάλος καλικάντζαρος και γυρνάει ώρα πολύ, μιαν εδώ και μιαν εκεί, να'βρει το κορίτσι.
Και δεν μπόρεσε να την βρει κι έσκασε απ'το θυμό του.
Ε! μείναμε τότες κι εμείς εδώ, στις ζέστες μας και στα μπαμπάκια μας.

http://www.fte.org.gr/datadoc/an_12_09.doc

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.