Σε λίγο μεθυσμένοι πιάσαμε το χορό και τραγουδούσαμε
τραγούδια ελληνικά.
Ο Ήλιος εβασίλεψε, Έλληνά μου, και το φεγγάρι εχάθη.
Πίναμε και χορεύαμε όλη νύχτα και
σαν καθίσαμε του λέω:
Πού το τσάκισες αυτό το χέρι;
-Στους Μύλους τ΄ Αναπλιού
- Γιατί το τσάκισες;
- Γι αυτήνη την πατρίδα. Και τώρα, δικαιοσύνη δε βρίσκω από κανέναν. Ματαιοδοξία και ιδιοτέλεια, ένα δίχτυ πνιγηρό, δόλος κι απάτη.
-Κι έκλαιγε, σκυφτός με δάκρυα πικρά,
ώσπου με πήρε το παράπονο κι έκλαψα κι εγώ.
-Γιατί το τσάκισα το χέρι μου με ρωτάς.
Μία βραδυά έκανα την προσευχή μου , λυπημένος πολύ για την κατάσταση της πατρίδος, κι έπεσα και κοιμήθηκα….
Οι κόλακες αγαπούν τους κόλακες και οι ψεύτες τους ψεύτες.
Θέλουν την αλήθεια , μα όποιος την πει κινδυνεύει.
Αλήθεια, αλήθεια, πικρή οπού είσαι!
Ούτε ο βασιλείς σε ζυγώνουν , ούτε οι προκομμένοι∙ μόνον ρωτούν γιά σένα και ύστερα σε κατατρέχουν !
Εγώ, εγώ, εγώ, ο καθένας λέγει εγώ.
Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστή μόνος του και φτιάξει, ή χαλάσει , να λέγει εγώ∙ όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φτιάχνουν, τότε, να λένε «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» και όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθουμε γνώση, αν θέλουμε να φτιάξουμε χωριό, να ζήσουμε όλοι μαζί.
Είμαστε εις το «εμείς» και όχι εις το «εγώ».
Αποτελεί την πνευματική παρακαταθήκη του Γέρου του Μωριά προς τη νέα γενιά. Εκφωνήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα και πρωτοδημοσιεύτηκε στις 13 Νοεμβρίου 1838 στην αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών», που εξέδιδε ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων.
Στις 7 Οκτωβρίου 1838 ο γηραιός στρατηγός και εν ενεργεία Σύμβουλος Επικρατείας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επισκέφθηκε το Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας (νυν 1ο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Αθήνας) για να παρακολουθήσει τη διδασκαλία του γυμνασιάρχη Γεωργίου Γενναδίου (1784-1854) για τον Θουκυδίδη. Τόσο εντυπωσιάστηκε από την «παράδοσιν του πεπαιδευμένου γυμνασιάρχου και από την θέαν τοσούτων μαθητών», ώστε εξέφρασε την επιθυμία να μιλήσει και ο ίδιος προς τους μαθητές. Την πρότασή του απεδέχθη ο Γεννάδιος και λόγω της στενότητας του χώρου και του πλήθους των μαθητών η ομιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ορίσθηκε για τις 10 το πρωί της 8ης Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα.
Το γεγονός μαθεύτηκε στη μικρά τότε Αθήνα και εκτός από τους μαθητές, πλήθος ανθρώπων «διαφόρων επαγγελμάτων και τάξεων» συνέρρευσε στην Πνύκα το πρωί της 8ης Οκτωβρίου για να ακούσει τον ηγέτη της Επανάστασης του '21. Ξαφνικά, στον χώρο της ομιλίας εμφανίσθηκε «σμήνος χωροφυλακής», αποφασισμένο να διαλύσει τη συγκέντρωση, επειδή προφανώς, ως βασιλικότερο του βασιλέως Όθωνα, τη θεώρησε αντικαθεστωτική. Όμως, μετά τη διαβεβαίωση του γυμνασιάρχη και των καθηγητών για το «αθώο της πράξεως», οι χωροφύλακες αποχώρησαν και η ομιλία έγινε κανονικά. Άλλωστε, ο Κολοκοτρώνης δεν αποτελούσε κίνδυνο για τη δυναστεία, αφού τα είχε βρει με τον Όθωνα και κατείχε μάλιστα το αξίωμα του Συμβούλου της Επικρατείας, δηλαδή του πολιτικού συμβούλου του βασιλιά. (Το Συμβούλιο της Επικρατείας εκείνης της εποχής, που ήταν πολιτικό σώμα, δεν πρέπει να συγχέεται με το σημερινό Συμβούλιο της Επικρατείας, που είναι δικαστικός σχηματισμός.)
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα...
Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.
Μια από τις κυριότερες σημαίες των σκλαβωμένων Ελλήνων είναι αυτή του πελοποννήσιου κλέφτη Κορκόνδειλα Κλαδά. Υψώθηκε το 1464 στη γενέτειρα του, ενώ το 1479-1481 και το 1481-1482 κυμάτιζε στη Μάνη και τη Χιμάρα αντίστοιχα.
Αυτή πρότεινε ο Ρήγας Φεραίος Βελεστινλής (1757-1798) ως σημαία της «Ελληνικής Δημοκρατίας». Έχει στο κέντρο το ρόπαλο του Ηρακλή και τρεις σταυρούς, όπως εξήγησε ο ίδιος στο έργο του «Πολίτευμα του Ρήγα».
Η σημαία που χρησιμοποιούσαν οι Κολοκοτρωναίοι από τα τέλη του 18ου αιώνα. Από το 1806 και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Έχει το γαλάζιο σταυρό του Αγίου Ανδρέα.
Σημαία της Ύδρας. Με το σταυρό για την ιερότητα του αγώνα, το φίδι για τη δικαιοσύνη. Οι νησιώτες παρομοίαζαν το φίδι με τους Τούρκους (τρώει τα αυγά του έθνους).
Σημαία που χρησιμοποιούσε μεταγενέστερα ο Ανδρέας Μιαούλης. Οι σημαίες των Σπετσών έφεραν την επιγραφή «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ».
Του υδραίου καπετάνιου Γεώργιου Σαχτούρη. Οι σημαίες των μεγάλων νησιών του Αιγαίου έμοιαζαν αρκετά μεταξύ τους και έφεραν έντονα αλληγορικά Φιλικά στοιχεία.
Η μία όψη της σημαίας του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Κόκκινος σταυρός πλαισιωμένος από στεφάνι δάφνης και την επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ». Στην άλλη όψη, ο μυθικός φοίνικας με την επιγραφή «ΕΚ ΤΗΣ ΣΤΑΚΤΗΣ ΜΟΥ ΑΝΑΓΕΝΝΩΜΑΙ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.