Σπίτι μας είναι η γη
Το κείμενο χρονολογείται γύρω στα 1855 και αποτελεί την απάντηση του Σιάτλ, αρχηγού μιας φυλής Ινδιάνων, στον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής Φραγκλίνο Πηρς, ο οποίος ζήτησε από τους Ινδιάνους να πουλήσουν τη γη τους στην αμερικανική κυβέρνηση. Η πρόταση αυτής της αγοραπωλησίας ήταν εντελώς ξένη στις αντιλήψεις και στον τρόπο ζωής των Ινδιάνων, ο δεσμός των οποίων με τη φύση είναι ιερός και αδιάσπαστος, όπως η αδερφική αγάπη. Ο Σιάτλ εκφράζει με περηφάνια και σεβασμό στην παράδοση τον τρόπο σκέψης της φυλής του, ο οποίος διαφέρει πλήρως από τις υλικές αξίες και τον κατακτητικό πολιτισμό των λευκών. Οι σκέψεις που διατυπώνει ο Σιάτλ απέχουν από εμάς ενάμιση σχεδόν αιώνα, είναι όμως εξαιρετικά επίκαιρες στην εποχή μας, τώρα που όλοι πλέον βιώνουμε τις ολέθριες συνέπειες από την υπερβολική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, τη μόλυνση του περιβάλλοντος και τη διαρκώς επεκτεινόμενη οικολογική καταστροφή του πλανήτη μας.
έποικος: το άτομο που εγκαθίσταται μόνιμα σε περιοχές έξω από τον εθνικό του χώρο, οι οποίες είναι ήδη κατοικημένες από άλλους. Η εννοιολογική διαφορά από τον όρο "μετανάστης" ή "μέτοικος" είναι ότι ο έποικος αποφασίζει τη μετεγκατάστασή του με δική του πρωτοβουλία, χωρίς δηλαδή να πιέζεται από εξωτερικές συνθήκες. Γενικά έποικος είναι κάποιος που ζει σε χώρα διαφορετική από την πατρίδα του από δική του επιλογή, χωρίς δηλαδή να έχει εξαναγκαστεί να εγκαταλείψει την πατρίδα του για οποιοδήποτε λόγο. Ο έποικος επιλέγει να ζήσει σύμφωνα με το σύστημα που βρίσκει στη χώρα στην οποία εγκαθίσταται και δεν είναι υποχρεωτικό ότι συνεχίζει να έχει επαφές με το χώρο καταγωγής του. Αυτό τον διαφοροποιεί από τον "άποικο" ο οποίος μεταφέρει μαζί του το σύστημα διακυβέρνησης, τη θρησκεία και τα λοιπά έθιμα της πατρίδας του, έχει πάντα επαφή με το μητροπολιτικό κέντρο και δε σχεδιάζει την ενσωμάτωσή του με τους λαούς που συναντά επί τόπου.
ΠΗΓΗ: el.wikipedia.org
μέτοικος: κατά την αρχαιότητα ήταν εκείνος που κατοικούσε στα όρια μιας πόλης-κράτους αλλά δεν καταγόταν από αυτήν. Οι μέτοικοι είχαν συνήθως περιορισμένα ή καθόλου πολιτικά δικαιώματα. Ο όρος είναι κυρίως γνωστός από την αρχαία Αθήνα, την πόλη που συγκέντρωνε τους περισσότερους ξένους λόγω της αίγλης και της οικονομικής ανάπτυξής της.
ΠΗΓΗ: el.wikipedia.org
αλληλένδετος -η -ο: για κάτι που συνδέεται αμοιβαία με κάτι άλλο, που βρίσκεται σε σχέση αλληλεξάρτησης.
λεηλατώ -ούμαι : 1. κάνω αρπαγές με τη βία και σε μεγάλη έκταση (σε καιρό πολέμου)· πλιατσικολογώ, λαφυραγωγώ: Οι στρατιώτες λεηλατούσαν την πόλη επί τρεις μέρες. Λεηλατήθηκαν ακόμα και οι εκκλησίες. 2. ληστεύω, κατακλέβω: Οι κλέφτες μπήκαν στο διαμέρισμα / στο κατάστημα και το λεηλάτησαν. 3. (μτφ.) αντλώ, αντιγράφω σε μεγάλη έκταση: Πολλοί νεότεροι έχουν λεηλατήσει τη φρασεολογία και το ύφος του Kαβάφη.
ΠΗΓΗ:greek-language.gr
Eπιχειρηματολογικά κείμενα:
λέγονται τα κείμενα στα οποία παρουσιάζουμε την άποψή μας, τη γνώμη μας (θετική ή αρνητική) για κάποιο συγκεκριμένο ζήτημα και επιδιώκουμε να πείσουμε τον αναγνώστη ότι η άποψή μας είναι σωστή, ότι έχουμε δίκαιο, με λογικά επιχειρήματα.
Για να οργανώσουμε σωστά κάποιο κείμενο τέτοιου είδους πρέπει:
- Να αναφέρουμε αρχικά ποια είναι η άποψή μας, η θέση μας πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα χρησιμοποιώντας φράσεις, όπως:
- Να αναλύουμε στη συνέχεια ένα ένα τα επιχειρήματά μας, παρουσιάζουμε δηλαδή τους συλλογισμούς μας με τους οποίους θα υποστηρίξουμε την άποψή μας (θετική ή αρνητική), φροντίζοντας κάθε φορά να τους δικαιολογούμε με τις κατάλληλες αιτιολογικές προτάσεις π.χ.: γιατί, επειδή, αφού, καθώς, μια που, μια και, διότι ...
- Να χρησιμοποιούμε παράλληλα και φράσεις που δηλώνουν τα συναισθήματα μας ή φράσεις με τις οποίες προσπαθούμε να προκαλέσουμε κάποια ανάλογα με τα δικά μας συναισθήματα στον αναγνώστη π.χ.:
- καταλήγουμε σ' ένα αιτιολογημένο και λογικό συμπέρασμα π.χ.:
Αιτιολογικές λέγονται οι προτάσεις που δηλώνουν την αιτία μιας πράξης ή μιας κατάστασης.
Εισάγονται:
- με τους αιτιολογικούς συνδέσμους: γιατί, διότι, επειδή, αφού, ή
- με λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ως αιτιολογικοί σύνδεσμοι: καθώς, εφόσον, μια και, που, μια που, σαν... να, σαν...πως, αλλά και με το τελικό για να
Π.χ.
με αιτιολογικούς συνδέσμους:
Δεν πήγα στο σχολείο, γιατί ήμουν άρρωστος.
Δε συμφωνώ μαζί σας, διότι όσα λέτε δεν έχουν καμία λογική βάση.
Έφυγε νευριασμένος, επειδή ο πατέρας του δεν του έδωσε λεφτά.
με λέξεις και εκφράσεις:
Αφού της συμπεριφέρθηκες με τέτοιο τρόπο, καλά έκανε κι έφυγε.
Θα πάρουμε γλυκό, μια και ήσασταν καλά παιδιά.
Λυπάμαι, που δε θα έρθει μαζί μας και η Ελένη.
Για να τρέχει σαν τρελός με το αμάξι, καρφώθηκε σ' ένα τοίχο.
Άλλοι τρόποι δήλωσης της αιτίας
Μπορούμε επίσης να δηλώσουμε την αιτία χρησιμοποιώντας και:
α) τις προθέσεις από, για, με, τις καταχρηστικές προθέσεις λόγω, εξαιτίας ή ακόμη και τη λόγια πρόθεση ένεκα, π.χ.
Από την αφηρημάδα του ξέχασε το πορτοφόλι του.
Απαλλάχτηκε λόγω βλακείας.
Θύμωσα με τη συμπεριφορά του.
Μάλωσαν για την κληρονομιά.
Απολύθηκε εξαιτίας κακής διαγωγής.
Δεν ήρθε ένεκα της αρρώστιας του.
β) με λέξεις όπως: αιτία, λόγος, δικαιολογία, εξήγηση, αφορμή κ.ά., π.χ.
Η συμπεριφορά σου είναι η αιτία που φτάσαμε σ’ αυτή την κατάσταση.
γ) με τις εκφράσεις: γι’ αυτό, γι’ αυτόν το λόγο, ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο κ.ά., π.χ.
Ενώ είχε υποσχεθεί ότι θα πάμε στο γήπεδο, δεν πήγαμε. Γι’ αυτό το λόγο πείσμωσα και δε βγαίνω από το δωμάτιό μου.