Ετικέτες

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Μ. Αναγνωστάκης ενότητα 2η "Το ξεκίνημα σε δύσκολες εποχές"

Ανεμόσκαλα - από τη Πύλη της ελληνικής γλώσσας


Χάρης 1944  "Εποχές"

Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας  
Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα ’ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα
 Αυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές  
Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας
5 Μερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε γωνιά και σοκάκι
Λαχταρούσε ξεχνώντας το δικό του κορμί να χαρίσει στους άλλους μιαν Άνοιξη.
Ήμασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι.
 Μια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ’ αυτί: «Πέθανε ο Χάρης» «Σκοτώθηκε» ή κάτι τέτοιο. 
Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα.
Κανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο.
 Θα ’χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα Σ
τα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούριας ζωής μας  
Μα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. 
Κανείς δεν προφταίνει …Δεν είμαστε όλοι μαζί. Δυο τρεις ξενιτεύτηκαν
Τράβηξεν ο άλλος μακριά μ’ ένα φέρσιμο αόριστο κι ο Χάρης σκοτώθηκε  
 Φύγανε κι άλλοι, μας ήρθαν καινούριοι, γεμίσαν οι δρόμοι
Το πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες
 Μαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Μες στο χάος κυματίζουν τραγούδια.  
Αν μες στις φωνές που τα βράδια τρυπούνε ανελέητα τα τείχη Ξεχώρισες μια: Είν’ η δική του. 
Ανάβει μικρές πυρκαγιές  
 Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας
 Είν’ η δική του φωνή που βουίζει στο πλήθος τριγύρω σαν ήλιος
Π’ αγκαλιάζει τον κόσμο σαν ήλιος που σπαθίζει τις πίκρες σαν ήλιος  
Που μας δείχνει σαν ήλιος λαμπρός τις χρυσές πολιτείες
Που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην Αλήθεια και στο αίθριο το φως.


[Στο παιδί μου…]  "Στόχος"

Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο
Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
5 Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι, Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.
Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.



Απολογία νομοταγούς  "Ο Στόχος"

Γράφω ποιήματα μέσα στα πλαίσια που ορίζουν οι υπεύθυνες υπηρεσίες Που δεν περιέχουν τη λέξη: Ελευθερία, τη λέξη: Δημοκρατία Δεν φωνασκούν: Κάτω οι τύραννοι ή: Θάνατος στους προδότες Που παρακάμπτουν επιμελώς τα λεγόμενα φλέγοντα γεγονότα 5 Γράφω ποιήματα άνετα και αναπαυτικά για όλες τις λογοκρισίες Αποστρέφομαι τετριμμένες εκφράσεις όπως: σαπίλα ή καθάρματα ή πουλημένοι Εκλέγω σε πάσα περίπτωση την αρμοδιότερη λέξη Αυτή που λέμε «ποιητική»: στιλπνή, παρθενική, ιδεατώς ωραία.
Γράφω ποιήματα που δεν στρέφονται κατά της καθεστηκυίας τάξεως.



Το σκάκι  " Η Συνέχεια"

Έλα να παίξουμε.
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου.
 (Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη  
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη)  

Θα σου χαρίσω τους πύργους μου                       5
(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου  
Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)  
Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου  
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τί τους θέλω;
 (Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)        10
Όλα, και τ’ άλογά μου θα σ’ τα δώσω  
Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω
 Που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει  
Δρασκελώντας τη μια άκρη ώς την άλλη
 Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου         15
Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις.
Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα.


Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.   "Ο Στόχος"

Στην οδό Αιγύπτου —πρώτη πάροδος δεξιά—  
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
 Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
 Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε  

Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε                               5
 Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
  Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε  
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες·  
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
 Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους  10
  Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα  
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.  
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών
εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται—
 Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως —                                                    15 
εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν—
 Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
 Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές
Η Ελλάς των Ελλήνων.



[Μιλώ…]   " Η Συνέχεια 2"

Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
 Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα  
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες  
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
 Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα                 5
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουνε δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους  
Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα  
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους  
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
 Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα                 10
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
 Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
 Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
 Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν                                                     15
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει  

Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει                                                     20 
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.


Πέντε μικρά θέματα   "Εποχές"

I

Μες στην κλειστή μοναξιά μου  
Έσφιξα τη ζεστή παιδική σου άγνοια  
Στην αγνή παρουσία σου καθρέφτισα τη χαμένη ψυχή μου.
Εμείς αγαπήσαμε.
 Εμείς Προσευχόμαστε πάντοτε. Εμείς 

Μοιραστήκαμε το ψωμί και τον κόπο μας                                        5
Κι εγώ μέσα σε σένα και σ’ όλους.

II

Ίσκιοι βουβοί αραγμένοι στη σκάλα
Μάτια θολά που κράτησαν εικόνες θαλασσινές  
Κύματα με τη γλυκιάν αγωνία στην κάτασπρη ράχη
Γυμνός κυλίστηκα μέσα στην άμμο μα δεν υποτάχτηκα 

Και δεν αγάπησα μόνον εσένα που τόσο με κράτησες                        5
Όπως αγάπησα τα ναυαγισμένα καράβια με τα τραγικά ονόματα
Τους μακρινούς φάρους, τα φώτα ενός απίθανου ορίζοντα  
Τις νύχτες που γύρευα μόνος να βρω το χαμένο εαυτό μου
Τις νύχτες που μόνος γυρνούσα χωρίς κανείς να με νιώσει
 Τις νύχτες που σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αυταπάτη.         10 

III

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
  Κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
  Κάμε να σ’ ανταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένο του πόθου μου       5
 Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας  
Ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.
(Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς  
Να γνωρίζω κανένανε κι ούτε 
Κανένας με γνώριζε).                                                                        10   

IV

Κάτω απ’ τα ρούχα μου δε χτυπά πια η παιδική μου καρδιά 
Λησμόνησα την αγάπη που ’ναι μόνο αγάπη  
Μερόνυχτα να τριγυρνώ χωρίς να σε βρίσκω μπροστά μου
Ορίζοντα λευκέ της αστραπής και του όνειρου 
Ένιωσα το στήθος μου να σπάζει στη φυγή σου                              5

Ψυχή της αγάπης μου αλήτισσα  
Λεπίδι του πόθου μου αδυσώπητο  
Νικήτρα μονάχη της σκέψης μου.

V

Χαρά, Χαρά, ζεστή αγαπημένη
 Τραγούδι αστείρευτο σε χείλια χιμαιρικά  
Στα γυμνά μου μπράτσα το είδωλό σου συντρίβω  
Χαρά μακρινή, σαν τη θάλασσα ατέλειωτη  

Κουρέλι ακριβό της πικρής αναζήτησης                                            5
Άσε να φτύσω το φαρμάκι της ψεύτρας σου ύπαρξης
 Άσε να οραματιστώ τις νεκρές αναμνήσεις μου  
 (Ανελέητο κύμα της νιότης μου).
Ω ψυχή την αγωνία ερωτευμένη!


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.